- μαγυαρικός
- η , ό[ν] венгерский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγυαρικός — ή, ό και μαγυάρικος, η, ο [Μαγυάρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στους Μαγυάρους 2. ουγγρικός … Dictionary of Greek